μυίγα

μυίγα
η см. μύγα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μυίγα" в других словарях:

  • μυίγα — η (Μ μυῑγα) βλ. μύγα …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) …   Deutsch Wikipedia

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»